- λατρεύει
- λατρεύωwork for hirepres ind mp 2nd sgλατρεύωwork for hirepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… … Dictionary of Greek
ειδωλολάτρης — ο (θηλ. ειδωλολάτρισσα) (Α εἰδωλολάτρης, ο, η, θηλ. και εἰδωλολάτρις Μ εἰδωλολάτρης, θηλ. εἰδωλολάτρισσα) αυτός που λατρεύει τα είδωλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδωλον + λάτρης < λάτρον. Η λ. ειδωλολάτρης πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη… … Dictionary of Greek
λάτρης — ο, θηλ. λάτρις και λάτρισσα (AM λάτρης, ὁ και λάτρις, ό, ή) αυτός που τιμά, που λατρεύει, που υπηρετεί τον θεό ή αγαπά κάτι σαν θεό, λατρευτής νεοελλ. μσν. αυτός που υπεραγαπά, που λατρεύει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα (α. «λάτρης τού ωραίου» β.… … Dictionary of Greek
συσσαραπιαστής — ὁ, Α αυτός που λατρεύει τον θεό Σάραπι μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σαραπιαστής «αυτός που λατρεύει τον θεό Σάραπι»] … Dictionary of Greek
ειδωλολάτρης — ο θηλ. ισσα 1. που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα, τους ψεύτικους θεούς. 2. μτφ., που λατρεύει κάποιον υπερβολικά, ο προσωπολάτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τους αγγέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + λάτρης] … Dictionary of Greek
αθηνολάτρης — ο (θηλ. ισσα) αυτός που λατρεύει, που υπεραγαπά την Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αθήνα + λάτρης < λατρεύω] … Dictionary of Greek
ανθρωπολάτρης — ο (AM ἀνθρωπολάτρης, θηλ. ις) αυτός που λατρεύει έναν άνθρωπο ως θεό … Dictionary of Greek
αρχαιολάτρης — ο (θηλ. ισσα) αυτός που λατρεύει την αρχαιότητα … Dictionary of Greek
αστροθύτης — ἀστροθύτης, ο (Α) αυτός που θυσιάζει στα άστρα ή που λατρεύει τα άστρα … Dictionary of Greek